ἄρχων,-οντος

ἄρχων,-οντος
+ N 3 111-238-110-128-58=645 Gn 12,15; 14,7; 24,2; 25,16; 27,29
prince Gn 12,15; chief, ruler Gn 24,2; overseer Gn 47,5; executor (of commands) 1 Sm 22,14; captain 2 Sm 23,8; governor Neh 3,17; guardian angel of nation Dn 10,13
ἔσται εἰς ἄρχοντα πᾶσιν τοῖς κατοικοῦσιν Γαλααδ he shall be head over all the inhabitants of Gilead JgsB 10,18; χρίσεις αὐτὸν εἰς ἄρχοντα you shall anoint him to be ruler 1 Sm 9,16; ἐντελεῖται κύριος αὐτῷ εἰς ἄρχοντα the Lord will appoint him to be a ruler 1 Sm 13,14; ἔδωκεν αὐτὸν Σαλωμων εἰς ἄρχοντά σκυτάλης Solomon made him head or chief of staff 1 Kgs 12,24b; ἄρχων τῶν ᾠδῶν master of the bands (songs) 1 Chr 15,22
*Gn 14,7 τοὺς ἄρχοντας the princes (of)-רישׂ for MT דהשׂ field, see also Neh 12,44; *Lv 18,21 ἄρχοντι
leader-ֶמֶלך for MT מֶֹלך Molech, cpr. Lv 20,2.3.4.5; *JgsB 5,8 ἀρχόντων rulers-ריםשׂ
for MT עריםשׁ gates;
*1 Sm 22,14 ἄρχων leader-רשׂ for MT סר he has turned aside; *2 Chr 35,25 οἱ ἄρχοντες the princes, the leaders -ריםשׂה for MT ריםשׁה the singers of songs; *Jer 51(44),9 τῶν ἀρχόντων ὑμῶν of your leaders- איכםשׂנ for MT יכםשׁנ of your wives; *Hos 10,14 ἄρχων prince-רשׂ for MT דשׁ he ravaged; *Hos 12,12 ἄρχοντες the chiefs-ריםשׁ for MT וריםשׁ bulls
Cf. BICKERMAN 1959=1976 194(n.70); DOGNIEZ 1992 225; HARLÉ 1988, 162-163; KOENIG 1982, 161-
172; LUST 1991b, 193-208; RAURELL 1986, 85-89; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτάρχων — οντος, ὁ, Α ο πρώτος άρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄρχων, οντος] …   Dictionary of Greek

  • φιλάρχων — οντος, ὁ, Α αυτός που αγαπά τους άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄρχων, οντος] …   Dictionary of Greek

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • παντάρχων — οντος, ὁ, Α αυτός που έχει αναλάβει όλες τις εξουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἄρχων (πρβλ. παν άρχων)] …   Dictionary of Greek

  • παντομέδων — οντος, ὁ, ΜΑ ο εξουσιαστής τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μέδων, οντος «άρχων, κύριος»] …   Dictionary of Greek

  • προσοδάρχων — οντος, ὁ, Α διαχειριστής τής περιουσίας θρησκευτικού σωματείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσοδος + ἄρχων] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • οντολογία — Κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι η επιστήμη του όντος καθεαυτό, δηλαδή της πραγματικότητας θεωρούμενης στην ολότητά της και όχι σε μερικές ιδιαίτερες περιοχές, όπως είναι το Εγώ ή ο κόσμος ή ο θεός. Αυτές, σύμφωνα με μια ταξινόμηση του Κρίστιαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”